Ουσιαστικό

επεξεργασία

norma (en)

  1. πρότυπο



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
norma norme

norma (it)

  1. πρότυπο
  2. κανόνας , έθιμο



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

norma (la) πληθυντικός : normae

  1. κανόνας
  2. ο γνώμων όργανο ξυλουργού