normo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | normo | normoj |
αιτιατική | normon | normojn |
normo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | normo | normoj |
αιτιατική | normon | normojn |
normo (eo)