γνώμων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
γνωμων-, γνωμον- | |||||
ονομαστική | ὁ | γνώμων | οἱ | γνώμονες | |
γενική | τοῦ | γνώμονος | τῶν | γνωμόνων | |
δοτική | τῷ | γνώμονῐ | τοῖς | γνώμοσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | γνώμονᾰ | τοὺς | γνώμονᾰς | |
κλητική ὦ! | γνῶμον | γνώμονες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γνώμονε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | γνωμόνοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γνώμων < θέμα γνω- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃- (ξέρω, γνωρίζω) (όπως και γνώμη, γιγνώσκω).[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγνώμων, -ονος αρσενικό
- εξεταστής
- (στον πληθυντικό, ελληνιστική σημασία ) → δείτε τη λέξη γνώμονες (για άλογα)
- → δείτε και τη λέξη ἐλλειπογνώμων (ελληνιστική κοινή)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- και στην καθαρεύουσα γνώμων → δείτε τη λέξη γνώμονας
- → και δείτε τη λέξη νηογνώμων
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «γνώμονας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- γνώμων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γνώμων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.