Δείτε επίσης: Γνώμων, γνωμῶν, γνωμών
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
γνωμων-, γνωμον-
ονομαστική γνώμων οἱ γνώμονες
      γενική τοῦ γνώμονος τῶν γνωμόνων
      δοτική τῷ γνώμον τοῖς γνώμοσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν γνώμον τοὺς γνώμονᾰς
     κλητική ! γνῶμον γνώμονες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γνώμονε
γεν-δοτ τοῖν  γνωμόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γνώμων < θέμα γνω- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃- (ξέρω, γνωρίζω) (όπως και γνώμη, γιγνώσκω).[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γνώμων, -ονος αρσενικό

  1. εξεταστής
  2. (στον πληθυντικό, ελληνιστική σημασία ) → δείτε τη λέξη γνώμονες (για άλογα)
    → δείτε και τη λέξη ἐλλειπογνώμων (ελληνιστική κοινή)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «γνώμονας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.