εξεταστής
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εξεταστής < αρχαία ελληνική ἐξεταστής < ἐξετάζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική examinateur)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εξεταστής αρσενικό (θηλυκό: εξετάστρια)
- αυτός που εξετάζει κάτι
- (επάγγελμα) επαγγελματίας που διεξάγει εξετάσεις
- ※ Προσόντα που πρέπει να διαθέτει ο εξεταστής οδήγησης (Οι περί άδειας οδήγησης νόμοι του 2001 έως 2012, 22 Νοεμβρίου 2012, Κύπρος)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εξεταστής