examinateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ.ɡza.mi.na.tœːʁ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | examinateur | examinateurs |
θηλυκό | examinatrice | examinatrices |
examinateur (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | examinateur | examinateurs |
θηλυκό | examinatrice | examinatrices |
examinateur (fr) αρσενικό