examinatrice
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- examinatrice, θηλυκό του examinateur
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
examinatrice | examinatrices |
examinatrice (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
examinatrice | examinatrices |
examinatrice (fr) θηλυκό