Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξετάστρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εξετάστρι
α
οι
εξετάστρι
ες
γενική
της
εξετάστρι
ας
των
εξεταστρι
ών
αιτιατική
την
εξετάστρι
α
τις
εξετάστρι
ες
κλητική
εξετάστρι
α
εξετάστρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξετάστρια
<
εξεταστής
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εξετάστρια
θηλυκό
→
δείτε
τη λέξη
εξεταστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξετάστρια
αγγλικά
:
examiner
(en)
γαλλικά
:
examinatrice
(fr)