γνώμονας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γνώμονας | οι | γνώμονες |
γενική | του | γνώμονα | των | γνωμόνων |
αιτιατική | τον | γνώμονα | τους | γνώμονες |
κλητική | γνώμονα | γνώμονες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γνώμονας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γνώμων (αρχαία σημασία: εξεταστής), από την αιτιατική «τὸν γνώμονα» [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɣno.mo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γνώ‐μο‐νας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γνώμονας αρσενικό
- (γεωμετρία)
- όργανο που χαράζει ορθές γωνίες ή κάθετες γραμμές
- όργανο που μετράει γωνίες
- → δείτε τη λέξη μοιρογνωμόνιο
- (μεταφορικά) κανόνας, αρχή
- ⮡ αποφάσεις με γνώμονα το γενικό συμφέρον / το εθνικό συμφέρον
- ※ ο αλυτρωτικός εθνικισμός, που αποτέλεσε τον πυλώνα του ιδεολογικού εποικοδομήματος και τον γνώμονα χάραξης της εξωτερικής πολιτικής των βαλκανικών χωρών κατά τον «μακρό» 19ο αιώνα, έπαυσε να κατευθύνει τις επιλογές των ιθυνόντων και των αστών διανοουμένων των κρατών της Βαλκανικής στον Μεσοπόλεμο (Σπυρίδων Πλουμίδης, Έδαφος και μνήμη στα Βαλκάνια: Ο «γεωργικός εθνικισμός» στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία (1927-1946), εκδ. Πατάκης, 2013)
- (μουσική, παρωχημένο) το κλειδί
- ⮡ Ο γνώμονας του σολ είναι το κλειδί του σολ που σημειώνουμε στην αρχή του πενταγράμμου.
- → δείτε τη λέξη γνώμων (καθαρεύουσα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ γνώμονας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας