↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μοιρογνωμόνιο τα μοιρογνωμόνια
      γενική του μοιρογνωμόνιου των μοιρογνωμόνιων
    αιτιατική το μοιρογνωμόνιο τα μοιρογνωμόνια
     κλητική μοιρογνωμόνιο μοιρογνωμόνια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μοιρογνωμόνιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μοιρογνωμόνιον (δείκτης σε διόπτρα) < μοῖρ(α) + -ο- + γνωμόνιον < αρχαία ελληνική γνώμων

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mi.ɾo.ɣnoˈmo.ni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μοι‐ρο‐γνω‐μό‐νι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μοιρογνωμόνιο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία