μοιρογνωμόνιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μοιρογνωμόνιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μοιρογνωμόνιον (δείκτης σε διόπτρα) < μοῖρ(α) + -ο- + γνωμόνιον < αρχαία ελληνική γνώμων
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.ɾo.ɣnoˈmo.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μοι‐ρο‐γνω‐μό‐νι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμοιρογνωμόνιο ουδέτερο
- (γεωμετρία) γεωμετρικό όργανο μέτρησης, που χρησιμοποιείται για να μετρηθούν οι γωνίες (οξείες, αμβλείες, ορθές)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μοιρογνωμόνιο
Πηγές
επεξεργασία- μοιρογνωμόνιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας