μοιρογνωμόνιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μοιρογνωμόνιον | τὰ | μοιρογνωμόνιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | μοιρογνωμονίου | τῶν | μοιρογνωμονίων | ||||
δοτική | τῷ | μοιρογνωμονίῳ | τοῖς | μοιρογνωμονίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | μοιρογνωμόνιον | τὰ | μοιρογνωμόνιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | μοιρογνωμόνιον | μοιρογνωμόνιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μοιρογνωμονίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μοιρογνωμονίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μοιρογνωμόνιον < μοῖρ(α) + -ο- + γνωμόνιον (< γνώμων)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: μοιρογνωμόνιο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμοιρογνωμόνιον, -ου ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) δείκτης σε διόπτρα
Πηγές
επεξεργασία- μοιρογνωμόνιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.