νορμάλ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νορμάλ < (λόγιο δάνειο) γαλλική normal[1]
Επίθετο επεξεργασία
νορμάλ άκλιτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ νορμάλ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας