ενικός         πληθυντικός  
normale normales

  Ετυμολογία

επεξεργασία
normale < θηλυκό του normal

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /nɔʁ.mal/

  Επίθετο

επεξεργασία

normale (fr)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
normale < normal- + -e

  Επίρρημα

επεξεργασία

normale (eo)



      ενικός         πληθυντικός  
normale normali

  Επίθετο

επεξεργασία

normale (it)