ενεστώτας normalize
γ΄ ενικό ενεστώτα normalizes
αόριστος normalized
παθητική μετοχή normalized
ενεργητική μετοχή normalizing

  Ετυμολογία

επεξεργασία
normalize < normal + -ize

normalize (en)

  • εξομαλύνω
    ⮡  The diplomatic relations of the two countries were normalized.
    Εξομαλύνθηκαν οι διπλωματικές σχέσεις δύο χωρών.