προγραφή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προγραφή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρογραφή θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προγράφω, η δίωξη των πολιτικών αντιπάλων ή η καταδίκη τους χωρίς δίκη
Μεταφράσεις
επεξεργασία προγραφή