προγραφή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προγραφή | οι | προγραφές |
γενική | της | προγραφής | των | προγραφών |
αιτιατική | την | προγραφή | τις | προγραφές |
κλητική | προγραφή | προγραφές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προγραφή < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
προγραφή θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προγράφω, η δίωξη των πολιτικών αντιπάλων ή η καταδίκη τους χωρίς δίκη
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
προγραφή