ενεστώτας go over
γ΄ ενικό ενεστώτα goes over
αόριστος went over
παθητική μετοχή gone over
ενεργητική μετοχή going over

  Ετυμολογία

επεξεργασία
go over < → δείτε τις λέξεις go και over

go over (en)

  1. επαναλαμβάνω, περνάω, εξετάζω ή διαβάζω κάτι προσεχτικά
    ⮡  You should go over new words all the time.
    Πρέπει να επαναλαμβάνετε τις νέες λέξεις συνεχώς.
    ⮡  Let’s go over the first chapter again.
    Ας περάσουμε πάλι το πρώτο κεφάλαιο.
    ⮡  I will go over my notes again before the exams.
    Θα περάσω πάλι τις σημειώσεις μου πριν από της εξετάσεις.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη examine
  2. περνάω σε κάποιο άλλο μέρος
    ⮡  I go over into Turkey.
    Περνώ στην Τουρκία.
     συνώνυμα: cross
  3. πηγαίνω, κάποιος ή κάτι δεν εντυπωσίασε ή εντυπωσίασε καλά
    ⮡  He didn’t go over well with her parents.
    Δεν τα πήγα καλά με τους γονείς της.
     συνώνυμα: go down