go over
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | go over |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes over |
αόριστος | went over |
παθητική μετοχή | gone over |
ενεργητική μετοχή | going over |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαgo over (en)
- επαναλαμβάνω, περνάω, εξετάζω ή διαβάζω κάτι προσεχτικά
- ⮡ You should go over new words all the time.
- Πρέπει να επαναλαμβάνετε τις νέες λέξεις συνεχώς.
- ⮡ Let’s go over the first chapter again.
- Ας περάσουμε πάλι το πρώτο κεφάλαιο.
- ⮡ I will go over my notes again before the exams.
- Θα περάσω πάλι τις σημειώσεις μου πριν από της εξετάσεις.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη examine
- ⮡ You should go over new words all the time.
- περνάω σε κάποιο άλλο μέρος
- πηγαίνω, κάποιος ή κάτι δεν εντυπωσίασε ή εντυπωσίασε καλά
Πηγές
επεξεργασία- go over - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695, 699-700. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ, πηγαίνω