- go down < → δείτε τις λέξεις go και down
go down (en)
- πέφτω, η αξία ή ποσότητα γίνεται λιγότερο
- ⮡ The temperature is going down.
- Η θερμοκρασία πέφτει.
- ⮡ Our profits went down this year.
- Τα κέρδη μας έπεσαν φέτος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη decrease
- για ένα ουράνιο σώμα, δύω, γυρίζω
- ⮡ The sun today will go down at 7:15.
- Ο ήλιος σήμερα θα δύσει στις 7:15.
- ⮡ The sun is going down.
- Ο ήλιος γύρισε.
- ≈ συνώνυμα: set
- κάτι πάει κάτω, καταπίνω
- ⮡ This pill won't go down.
- Αυτό το χάπι δεν πάει κάτω.
- πηγαίνω, κάποιος ή κάτι δεν εντυπωσίασε ή εντυπωσίασε καλά
- ⮡ He didn’t go down well with her parents.
- Δεν τα πήγα καλά με τους γονείς της.
- ≈ συνώνυμα: go over