Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας examine
γ΄ ενικό ενεστώτα examines
αόριστος examined
παθητική μετοχή examined
ενεργητική μετοχή examining

  Ρήμα επεξεργασία

examine (en)

  • εξετάζω, κοιτάζω, ελέγχω
    The lawyer examined the witness.
    Ο δικηγόρος εξέτασε τον μάρτυρα.
    We must examine this issue immediately.
    Πρέπει να κοιτάξουμε αυτό το θέμα αμέσως.
    The captain examines the ship.
    Ο καπετάνιος ελέγχει το πλοίο.
     συνώνυμα:  check, look at και look into

  Πηγές επεξεργασία