examine
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | examine |
γ΄ ενικό ενεστώτα | examines |
αόριστος | examined |
παθητική μετοχή | examined |
ενεργητική μετοχή | examining |
Ρήμα επεξεργασία
examine (en)
- εξετάζω, κοιτάζω, σκέφτομαι ή μελετώ πολύ προσεκτικά μια ιδέα, ένα θέμα κτλ.
- ↪ We will examine this topic from all sides.
- Θα εξετάσουμε το θέμα από όλες τος πλευρές.
- ↪ We must examine this issue immediately.
- Πρέπει να κοιτάξουμε αυτό το θέμα αμέσως.
- ↪ We will examine this topic from all sides.
- εξετάζω, ελέγχω, κοιτάζω κάποιον ή κάτι προσεκτικά, για να δω αν υπάρχει κάτι λάθος ή να βρω την αιτία ενός προβλήματος
- ↪ She examined my eyes.
- Εξέτασε τα μάτια μου.
- ↪ The captain examines the ship.
- Ο καπετάνιος ελέγχει το πλοίο.
- ↪ You need to be examined by a doctor.
- Πρέπει να σε κοιτάξει γιατρός.
- ↪ She examined my eyes.
- (επίσημο, συνήθως στην παθητική φωνή) εξετάζω, κάνω σε κάποιον εξετάσεις για να δω πόσα γνωρίζει για ένα θέμα ή τι μπορεί να κάνει
- ↪ The students were examined with oral and written exercises.
- Οι φοιτητές εξετάζονται προφορικώς και γραπτώς.
- ↪ The driving candidates are examined by a special committee.
- Οι υποψήφιοι οδηγοί εξετάζονται από ειδική επιτροπή.
- ↪ The students were examined with oral and written exercises.
- (νομικός όρος) εξετάζω, κάνω ερωτήσεις σε κάποιον επίσημα, ειδικά στο δικαστήριο
- ↪ The lawyer examined the witness.
- Ο δικηγόρος εξέτασε τον μάρτυρα.
- ↪ The lawyer examined the witness.
Συνώνυμα επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- examine - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 304-305, 457-458. ISBN 9780194325684., λήμμα: εξετάζω, κοιτάζω