look at
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | look at |
γ΄ ενικό ενεστώτα | looks at |
αόριστος | looked at |
παθητική μετοχή | looked at |
ενεργητική μετοχή | looking at |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαlook at (en)
- (μεταβατικό) κοιτάζω, εξετάζω κάτι με προσοχή
Πηγές
επεξεργασία- look at - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 457-458. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοιτάζω