ενεστώτας look into
γ΄ ενικό ενεστώτα looks into
αόριστος looked into
παθητική μετοχή looked into
ενεργητική μετοχή looking into

  Ετυμολογία

επεξεργασία
look into < → δείτε τις λέξεις look και into

look into (en)

  • κοιτάζω, εξετάζω κάτι
    ⮡  We must look into this issue immediately.
    Πρέπει να κοιτάξουμε αυτό το θέμα αμέσως.
    ⮡  I will look into your proposals and I will let you know.
    Θα κοιτάξω τις προτάσεις σας και θα σας ειδοποιήσω.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη examine