προσχώρησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προσχώρησῐς | αἱ | προσχωρήσεις | ||||
γενική | τῆς | προσχωρήσεως | τῶν | προσχωρήσεων | ||||
δοτική | τῇ | προσχωρήσει | ταῖς | προσχωρήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | προσχώρησῐν | τὰς | προσχωρήσεις | ||||
κλητική ὦ! | προσχώρησῐ | προσχωρήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσχωρήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | προσχωρησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προσχώρησις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσχώρησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- προσέγγιση, πορεία προς κάπου
- προσχώρηση
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- προσχώρησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προσχώρησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.