Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
adhésion adhésions

  Ουσιαστικό επεξεργασία

adhésion (fr) θηλυκό

  1. η προσκόλληση
  2. η εγγραφή (σε σύλλογο κ.λπ.) ως μέλος

Συγγενικά επεξεργασία