ενικός         πληθυντικός  
adhésion adhésions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

adhésion (fr) θηλυκό

  1. η προσκόλληση
  2. η εγγραφή (σε σύλλογο κ.λπ.) ως μέλος
  3. η προσχώρηση

Συγγενικά

επεξεργασία