Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό adhésif adhésifs
θηλυκό adhésive adhésives

adhésif (fr)

  1. κολλητικός
     συνώνυμα: autoadhésif, autocollant, collant

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
adhésif adhésifs

adhésif (fr) αρσενικό

  1. κολλητική ταινία, σελοτέιπ
     συνώνυμα: bande adhésive, ruban adhésif, scotch

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη adhérer