scotch
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
scotch | scotchs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαscotch (fr) αρσενικό
- σκωτσέζικο ουίσκι
- (κατ’ επέκταση) ένα ποτήρι αυτού του ουίσκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
scotch | scotchs |
scotch (fr) αρσενικό