ενικός         πληθυντικός  
scotch scotchs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

scotch (fr) αρσενικό

  1. σκωτσέζικο ουίσκι
  2. (κατ’ επέκταση) ένα ποτήρι αυτού του ουίσκι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
scotch scotchs

scotch (fr) αρσενικό

  1. κολλητική ταινία]], σελοτέιπ
     συνώνυμα: adhésif