Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔ.lɑ̃/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό collant collants
θηλυκό collante collantes

collant (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
collant collants

collant (fr) αρσενικό



  Ετυμολογία

επεξεργασία
collant < γαλλική collant

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

collant (it)