collant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | collant | collants |
θηλυκό | collante | collantes |
collant (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
collant | collants |
collant (fr) αρσενικό
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcollant (it)
- το κολάν