autoadhésif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | autoadhésif | autoadhésifs |
θηλυκό | autoadhésive | autoadhésives |
autoadhésif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | autoadhésif | autoadhésifs |
θηλυκό | autoadhésive | autoadhésives |
autoadhésif (fr)