ανάρρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάρρηση | οι | αναρρήσεις |
γενική | της | ανάρρησης* | των | αναρρήσεων |
αιτιατική | την | ανάρρηση | τις | αναρρήσεις |
κλητική | ανάρρηση | αναρρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναρρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ανάρρηση < αρχαία ελληνική ἀνάρρησις < ἀνά + ῥῆσις
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανάρρηση θηλυκό (ο πληθυντικός δόκιμος για την πρώτη έννοια)
- (λόγιο) η επίσημη ανάληψη καθηκόντων σε κάποια ιδιαίτερα υψηλή θέση
- ⮡ η ανάρρησή του στο θρόνο
- η άνοδος σε κάποια σχετικά υψηλή θέση, η ανάδειξη, η αναρρίχηση
- ⮡ παρακολουθώ καιρό την πορεία του και η ανάρρησή του τελικά στην προεδρία δεν με εντυπωσιάζει