ῥῆσις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ῥῆσῐς | αἱ | ῥήσεις |
γενική | τῆς | ῥήσεως | τῶν | ῥήσεων |
δοτική | τῇ | ῥήσει | ταῖς | ῥήσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ῥῆσῐν | τὰς | ῥήσεις |
κλητική ὦ! | ῥῆσῐ | ῥήσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥήσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ῥησέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
ῥῆσις < θέμα ϝρη-, μεταπτωτική βαθμίδα στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *werh₁- (λέω, μιλάω) απ' όπου και ῥῆμα + -σις.[1] Δείτε και ἐρέω. εἴρω.
Ουσιαστικό επεξεργασία
ῥῆσις θηλυκό
- ρήση, σύντομη φράση ή πρόταση από γνωστό πρόσωπο, η οποία εκφράζει μια αντίληψη της πραγματικότητας ή κάποια αρχή
- ※ Πρὸς ταῦτα ὁ Σκυθέων βασιλεὺς Ἰδάνθυρσος λέγει τάδε. «οὕτω τὸ ἐμὸν ἔχει, ὦ Πέρσα. ... .... κλαίειν λέγω». τοῦτο ἐστὶ ἡ ἀπὸ Σκυθέων ῥῆσις (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Μελπομένη 127)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- ῥῆσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥῆσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.