πρόσθημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρόσθημα < αρχαία ελληνική πρόσθημα < προστίθημι < πρός + τίθημι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόσθημα ουδέτερο
- (σπάνιο) (λόγιο) ό,τι προστίθεται
- άλλες μορφές: προσθήκη
- (ειδικότερα) (οικονομία) φύλλο που προσθέτουμε στο τέλος γραμματίου, συναλλαγματικής κ.λπ., γιατί δεν επαρκεί ο χώρος γι’ αυτά που θέλουμε να γράψουμε
- (γραμματική) πρόσφυμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρόσθημα
|