Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

έλεγχος πηγαίου κώδικα < → δείτε τις λέξεις έλεγχος και πηγαίος κώδικας, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική source control

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

έλεγχος πηγαίου κώδικα

  • (πληροφορική) source control: τεχνική για την διαχείριση πηγαίου κώδικα, έτσι ώστε πολλοί προγραμματιστές ταυτόχρονα να επεμβαίνουν στα αρχεία χωρίς να παρεμβαίνουν στις μεταβολές των υπολοίπων

Συνώνυμα επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία