codage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- codage < coder
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
codage | codages |
codage (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη coder
ενικός | πληθυντικός |
codage | codages |
codage (fr) αρσενικό