hard code
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | hard code |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hard codes |
αόριστος | hard coded |
παθητική μετοχή | hard coded |
ενεργητική μετοχή | hard coding |
hard code (en)
- (πληροφορική) δίνω τιμές μέσα στον πηγαίο κώδικα (source code) ενός προγράμματος, οι οποίες αλλάζουν μόνο με τροποποίηση του κώδικα και δεν μπορούν να αλλάξουν κατά την διάρκεια της εκτέλεσης του προγράμματος