παραθετικά
θετικός serious
συγκριτικός more serious
υπερθετικός most serious

  Επίθετο

επεξεργασία

serious (en)

  1. σοβαρός, που είναι κακό ή επικίνδυνο
    ⮡  Drugs are a serious problem nowadays.
    Τα ναρκωτικά είναι σοβαρό πρόβλημα σήμερα.
    ⮡  His injury was serious.
    Ο τραυματισμός του ήταν σοβαρός.
    ⮡  She will have a serious operation.
    Θα κάνει μια σοβαρή εγχείρηση.
    ⮡  There were serious losses.
    Είχαν σοβαρές απώλειες.
    ⮡  Your proposal has a serious drawback.
    Η πρότασή σου έχει ένα σοβαρό μειονέκτημα.
    ⮡  We’re facing serious difficulties.
    Αντιμετωπίζουμε σοβαρές δυσκολίες.
    ⮡  He was forced to abort the trip due to a serious mechanical breakdown.
    Αναγκάστηκε να διακόψει το ταξίδι λόγω σοβαρής μηχανικής βλάβης.
    ⮡  The international situation looks serious.
    Η διεθνής κατάσταση φαίνεται σοβαρή.
  2. σοβαρός, που σκέφτεται τα πράγματα με προσεκτικό και λογικό τρόπο· όχι ανόητα
    ⮡  Suddenly his face became serious.
    Ξαφνικά το πρόσωπό του έγινε σοβαρό.
    ⮡  He tried to remain serious but was overcome with laughter.
    Προσπάθησε να μείνει σοβαρός, αλλά τον έπιασαν τα γέλια.
    ⮡  She instantly had a serious look.
    Πήρε αμέσως σοβαρό ύφος.
  3. σοβαρός, που είναι ειλικρινής ή αξιόπιστος για κάτι· που δεν αστειεύεται ή δεν σκοπεύει να κάνει αστείο
    ⮡  Only serious proposals will be taken into account.
    Μόνο σοβαρές προτάσεις θα ληφθούν υπόψη.
    ⮡  He is a serious person; you can have confidence in him.
    Είναι σοβαρός άνθρωπος· μπορείς να του έχεις εμπιστοσύνη.
    ⮡  I found a serious girl to look after the children.
    Βρήκα μια σοβαρή κοπέλα για να προσέχει τα παιδιά.
  4. σοβαρός, που πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά· όχι μόνο για ευχαρίστηση
    ⮡  serious music - σοβαρή μουσική
    ⮡  serious literature - σοβαρή λογοτεχνία
  5. σοβαρός, που πρέπει να αντιμετωπίζεται ως σημαντικό
    ⮡  I tried to have a serious discussion with him.
    Προσπάθησα να κάνω μαζί του μια σοβαρή συζήτηση.
  6. (ανεπίσημο) σοβαρός, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι υπάρχει μεγάλη ποσότητα από κάτι
    ⮡  He owes a serious amount of money.
    Χρωστάει ένα σοβαρό χρηματικό ποσό.
    ⮡  They went into town to indulge in some serious shopping.
    Πήγαν στην πόλη για να επιδοθούν σε σοβαρά ψώνια.