serious
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | serious |
συγκριτικός | more serious |
υπερθετικός | most serious |
Επίθετο
επεξεργασίαserious (en)
- σοβαρός, που είναι κακό ή επικίνδυνο
- ⮡ Drugs are a serious problem nowadays.
- Τα ναρκωτικά είναι σοβαρό πρόβλημα σήμερα.
- ⮡ His injury was serious.
- Ο τραυματισμός του ήταν σοβαρός.
- ⮡ She will have a serious operation.
- Θα κάνει μια σοβαρή εγχείρηση.
- ⮡ There were serious losses.
- Είχαν σοβαρές απώλειες.
- ⮡ Your proposal has a serious drawback.
- Η πρότασή σου έχει ένα σοβαρό μειονέκτημα.
- ⮡ We’re facing serious difficulties.
- Αντιμετωπίζουμε σοβαρές δυσκολίες.
- ⮡ He was forced to abort the trip due to a serious mechanical breakdown.
- Αναγκάστηκε να διακόψει το ταξίδι λόγω σοβαρής μηχανικής βλάβης.
- ⮡ The international situation looks serious.
- Η διεθνής κατάσταση φαίνεται σοβαρή.
- ⮡ Drugs are a serious problem nowadays.
- σοβαρός, που σκέφτεται τα πράγματα με προσεκτικό και λογικό τρόπο· όχι ανόητα
- ⮡ Suddenly his face became serious.
- Ξαφνικά το πρόσωπό του έγινε σοβαρό.
- ⮡ He tried to remain serious but was overcome with laughter.
- Προσπάθησε να μείνει σοβαρός, αλλά τον έπιασαν τα γέλια.
- ⮡ She instantly had a serious look.
- Πήρε αμέσως σοβαρό ύφος.
- ⮡ Suddenly his face became serious.
- σοβαρός, που είναι ειλικρινής ή αξιόπιστος για κάτι· που δεν αστειεύεται ή δεν σκοπεύει να κάνει αστείο
- ⮡ Only serious proposals will be taken into account.
- Μόνο σοβαρές προτάσεις θα ληφθούν υπόψη.
- ⮡ He is a serious person; you can have confidence in him.
- Είναι σοβαρός άνθρωπος· μπορείς να του έχεις εμπιστοσύνη.
- ⮡ I found a serious girl to look after the children.
- Βρήκα μια σοβαρή κοπέλα για να προσέχει τα παιδιά.
- ⮡ Only serious proposals will be taken into account.
- σοβαρός, που πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά· όχι μόνο για ευχαρίστηση
- ⮡ serious music - σοβαρή μουσική
- ⮡ serious literature - σοβαρή λογοτεχνία
- σοβαρός, που πρέπει να αντιμετωπίζεται ως σημαντικό
- ⮡ I tried to have a serious discussion with him.
- Προσπάθησα να κάνω μαζί του μια σοβαρή συζήτηση.
- ⮡ I tried to have a serious discussion with him.
- (ανεπίσημο) σοβαρός, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι υπάρχει μεγάλη ποσότητα από κάτι
- ⮡ He owes a serious amount of money.
- Χρωστάει ένα σοβαρό χρηματικό ποσό.
- ⮡ They went into town to indulge in some serious shopping.
- Πήγαν στην πόλη για να επιδοθούν σε σοβαρά ψώνια.
- ⮡ He owes a serious amount of money.