extreme
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | extreme |
συγκριτικός | extremer / more extreme |
υπερθετικός | extremest / most extreme |
extreme (en)
- ακραίος, σε πολύ μεγάλο βαθμό
- ⮡ extreme enthusiasm - ακραίος ενθουσιασμός
- ακραίος, όχι συνηθισμένο, σοβαρό
- ⮡ an extreme case - μια ακραία περίπτωση
- ⮡ extreme weather events - ακραία καιρικά φαινόμενα
- ακραίος, κάτι που απέχει πολύ από αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν φυσιολογικό, λογικό ή αποδεκτό
- ⮡ extreme nationalism - ακραίος εθνικισμός
- ⮡ He has extreme views.
- Έχει ακραίες αντιλήψεις.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
extreme | extremes |
extreme (en)
- το άκρο
- ⮡ I go from one extreme to the other.
- Πηγαίνω από το ένα άκρο στο άλλο.
- ⮡ I go from one extreme to the other.
Πηγές
επεξεργασία- extreme (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- extreme (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 26, 27. ISBN 9780194325684., λήμμα: ακραίος, άκρο