Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εντεινόμενος η εντεινόμενη το εντεινόμενο
      γενική του εντεινόμενου της εντεινόμενης του εντεινόμενου
    αιτιατική τον εντεινόμενο την εντεινόμενη το εντεινόμενο
     κλητική εντεινόμενε εντεινόμενη εντεινόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εντεινόμενοι οι εντεινόμενες τα εντεινόμενα
      γενική των εντεινόμενων των εντεινόμενων των εντεινόμενων
    αιτιατική τους εντεινόμενους τις εντεινόμενες τα εντεινόμενα
     κλητική εντεινόμενοι εντεινόμενες εντεινόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εντεινόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα εντείνω

  Μετοχή επεξεργασία

εντεινόμενος, -η, -ο

  1. που εντείνεται, γίνεται πιο έντονος
    οι εντεινόμενες προσπάθειες / ανησυχίες / πιέσεις


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία