εντεινόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
εντεινόμενος, -η, -ο
- που εντείνεται, γίνεται πιο έντονος
- οι εντεινόμενες προσπάθειες / ανησυχίες / πιέσεις
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εντεινόμενος