intensifié
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intensifié | intensifiés |
θηλυκό | intensifiée | intensifiées |
Επίθετο
επεξεργασίαintensifié (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intensifié | intensifiés |
θηλυκό | intensifiée | intensifiées |
intensifié (fr)