Ετυμολογία

επεξεργασία
εντατική ανάγνωση (νεολογισμός) < εντατικός + ανάγνωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intensive reading)

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

εντατική ανάγνωση θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία