εκτατική ανάγνωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκτατική ανάγνωση (νεολογισμός) < εκτατικός + ανάγνωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική extensive reading)
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
εκτατική ανάγνωση θηλυκό
- (λογοτεχνία) η (κατ’ ιδίαν) ανάγνωση ποικίλων κειμένων, με στόχο την αισθητική απόλαυση, χωρίς περαιτέρω εμβάθυνση ή άλλους στόχους
- ※ Μια εκτατική ανάγνωση που κάθε άλλο παρά ενθαρρύνει την εις βάθος και ουσιαστική ανάγνωση, αφού γίνεται επιλεκτική, επικεντρώνοντας κυρίως στην πληροφορία και λιγότερο στην εμβάθυνση και στην αισθητική απόλαυση. (* εφημερίδα Το Βήμα)
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκτατική ανάγνωση