εμβάθυνση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εμβάθυνση | οι | εμβαθύνσεις |
γενική | της | εμβάθυνσης* | των | εμβαθύνσεων |
αιτιατική | την | εμβάθυνση | τις | εμβαθύνσεις |
κλητική | εμβάθυνση | εμβαθύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμβαθύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεμβάθυνση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εμβαθύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εμβάθυνση