υπερένταση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερένταση | οι | υπερεντάσεις |
γενική | της | υπερέντασης* | των | υπερεντάσεων |
αιτιατική | την | υπερένταση | τις | υπερεντάσεις |
κλητική | υπερένταση | υπερεντάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερεντάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυπερένταση θηλυκό
- ψυχοσωματική κατάσταση πολύ μεγάλης έντασης που οφείλεται σε υπερδιέγερση του νευρικού συστήματος
- οι πολλοί καφέδες μου φέρνουν υπερένταση και δεν μπορώ να κοιμηθώ
- η υπερβολική άνοδος της έντασης σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα/δίκτυο