Ετυμολογία

επεξεργασία
λαθρακούω < λαθρ- + ακούω

λαθρακούω

  • κρυφακούω
    «Ποιoς ενδιαφέρεται σήμερα να μεγαλώσει ηθικά παιδιά;». Το ερώτημα το λαθράκουσα από μια παρέα γονέων στην παιδική χαρά. (*)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία