λαθρακούω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαλαθρακούω
- κρυφακούω
- «Ποιoς ενδιαφέρεται σήμερα να μεγαλώσει ηθικά παιδιά;». Το ερώτημα το λαθράκουσα από μια παρέα γονέων στην παιδική χαρά. (*)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- λαθρακουστής
- → δείτε τις λέξεις λαθρ- και ακούω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λαθρακούω | λαθράκουγα | θα λαθρακούω | να λαθρακούω | λαθρακούγοντας | |
β' ενικ. | λαθρακούς | λαθράκουγες | θα λαθρακούς | να λαθρακούς | λαθράκου / λαθράκουγε | |
γ' ενικ. | λαθρακούει | λαθράκουγε | θα λαθρακούει | να λαθρακούει | ||
α' πληθ. | λαθρακούμε | λαθρακούγαμε | θα λαθρακούμε | να λαθρακούμε | ||
β' πληθ. | λαθρακούτε | λαθρακούγατε | θα λαθρακούτε | να λαθρακούτε | λαθρακούετε | |
γ' πληθ. | λαθρακούνε | λαθράκουγαν λαθρακούγανε |
θα λαθρακούνε | να λαθρακούνε | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λαθράκουσα | θα λαθρακούσω | να λαθρακούσω | λαθρακούσει | ||
β' ενικ. | λαθράκουσες | θα λαθρακούσεις | να λαθρακούσεις | λαθράκουσε | ||
γ' ενικ. | λαθράκουσε | θα λαθρακούσει | να λαθρακούσει | |||
α' πληθ. | λαθρακούσαμε | θα λαθρακούσουμε | να λαθρακούσουμε | |||
β' πληθ. | λαθρακούσατε | θα λαθρακούσετε | να λαθρακούσετε | λαθρακούστε | ||
γ' πληθ. | λαθράκουσαν λαθρακούσαν(ε) |
θα λαθρακούσουν(ε) | να λαθρακούσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λαθρακούσει | είχα λαθρακούσει | θα έχω λαθρακούσει | να έχω λαθρακούσει | ||
β' ενικ. | έχεις λαθρακούσει | είχες λαθρακούσει | θα έχεις λαθρακούσει | να έχεις λαθρακούσει | ||
γ' ενικ. | έχει λαθρακούσει | είχε λαθρακούσει | θα έχει λαθρακούσει | να έχει λαθρακούσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λαθρακούσει | είχαμε λαθρακούσει | θα έχουμε λαθρακούσει | να έχουμε λαθρακούσει | ||
β' πληθ. | έχετε λαθρακούσει | είχατε λαθρακούσει | θα έχετε λαθρακούσει | να έχετε λαθρακούσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λαθρακούσει | είχαν λαθρακούσει | θα έχουν λαθρακούσει | να έχουν λαθρακούσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαθρακούω
|