ενεστώτας put away
γ΄ ενικό ενεστώτα puts away
αόριστος put away
παθητική μετοχή put away
ενεργητική μετοχή putting away

  Ετυμολογία

επεξεργασία
put away < → δείτε τις λέξεις put και away

put away (en)

  1. βάζω κάτι στην άκρη
    ⮡  Put the tools away.
    Βάλε τα εργαλεία στην άκρη.
  2. βάζω χρήματα στην άκρη, αποταμιεύω
    ⮡  Have you put any (money) away?
    Έχεις βάλει τίποτα στην άκρη;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη save