Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρυψώνας οι κρυψώνες
      γενική του κρυψώνα των κρυψώνων
    αιτιατική τον κρυψώνα τους κρυψώνες
     κλητική κρυψώνα κρυψώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρυψώνας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρυψώνας αρσενικό

  • η κρυψώνα, μέρος, για να κρυφτεί κάποιος ή να κρύψει κάτι
    ※  Θα σταθούνε μαζί και θα δουν να περνάνε
    σαν καράβια οι στιγμές που ποτέ δε γερνάνε
    και τα πρόσωπα που έγιναν δρόμοι κι αιώνες
    και τα όνειρα που έσκαψαν μες στα χρόνια κρυψώνες.
    Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Τον εαυτό του παιδί, (2003) Μάριος Φραγκούλης, στίχοι: Παρασκευάς Καρασούλος, σύνθεση: Μάριος Φραγκούλης, album: Φεγγάρι ερωτευμένο - Ζωντανά στην Ιερά Οδό.
    ※  Και όταν τελείωσε η κρυφοκουβέντα των αρχηγών, και πήρε πάλι ο Άγρας το πλατσί, κι έκανε νόημα στους πλαβαδόρους να πλησιάσουν, και όταν μπήκε ο καθένας στη δική του πλάβα, και βγήκαν οι βίγλες από τους κρυψώνες τους, και συνόδεψαν τους Βουλγάρους ως το Γρουνάντερο, και τράβηξε ο Άγρας για την Κούγκα, πάλι κανένας δεν παρατήρησε το μικρό μονόξυλο, που περνούσε σιωπηλά, αργά, σα σαύρα, ανάμεσα στις χλωρές φυτείες, με το λαφρύ σουσούρισμα του ανέμου μες στα ραγάζια και στους βάτους.
    Πηνελόπη Δέλτα, Στα μυστικά του βάλτου, Κεφάλαιο ΚΣΤ, χ.ε., αρχική δημοσίευση: (1937)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία