μπαχαρικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπαχαρικό ουδέτερο
- (μπαχαρικό) μαγειρικό καρύκευμα που αρωματίζει και νοστιμεύει το φαγητό, π.χ. το πιπέρι, η κανέλλα, το κύμινο, το μοσχοκάρυδο κτλ
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
μπαχαρικό στη Βικιπαίδεια