↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαχαρικό τα μπαχαρικά
      γενική του μπαχαρικού των μπαχαρικών
    αιτιατική το μπαχαρικό τα μπαχαρικά
     κλητική μπαχαρικό μπαχαρικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπαχαρικό < μπαχάρ(ι) + -ικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπαχαρικό ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία