Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαγειρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μαγειρικ
ός
η
μαγειρικ
ή
το
μαγειρικ
ό
γενική
του
μαγειρικ
ού
της
μαγειρικ
ής
του
μαγειρικ
ού
αιτιατική
τον
μαγειρικ
ό
τη
μαγειρικ
ή
το
μαγειρικ
ό
κλητική
μαγειρικ
έ
μαγειρικ
ή
μαγειρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μαγειρικ
οί
οι
μαγειρικ
ές
τα
μαγειρικ
ά
γενική
των
μαγειρικ
ών
των
μαγειρικ
ών
των
μαγειρικ
ών
αιτιατική
τους
μαγειρικ
ούς
τις
μαγειρικ
ές
τα
μαγειρικ
ά
κλητική
μαγειρικ
οί
μαγειρικ
ές
μαγειρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαγειρικός
<
μάγειρος
Επίθετο
επεξεργασία
μαγειρικός -ή -ό
που χρησιμεύει στο
μαγείρεμα
, στη
μαγειρική
μαγειρικά
σκεύη
Συγγενικά
επεξεργασία
μαγειρική
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαγειρικός
γαλλικά
:
culinaire
(fr)