Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /spaɪs/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
spice spices

spice (en)

spice (en)

  1. καρυκεύω
     συνώνυμα: season
  2. (μεταφορικά) νοστιμεύω

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία