ενικός         πληθυντικός  
season seasons

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

season (en)

  1. η εποχή του χρόνου
    ⮡  The four seasons of the year: spring, summer, fall, and winter.
    Οι τέσσερις εποχές του έτους: άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο και χειμώνας.
  2. η εποχή, περίοδο του χρόνου που ο καιρός είτε είναι πολύ ξηρός είτε βρέχει πολύ
    ⮡  the rainy/dry/monsoon season - η εποχή των βροχών/της ξηρασίας/των μουσώνων
  3. η εποχή, η σεζόν, χρονική περίοδο κατά τη διάρκεια ενός έτους όταν συμβαίνει μια συγκεκριμένη δραστηριότητα
    ⮡  harvest/wine harvesting/hunting season' - εποχή του θερισμού/του τρύγου/του κυνηγιού
    ⮡  The season the swallows come/leave.
    Η εποχή που έρχονται/που φεύγουν τα χελιδόνια.
    ⮡  The season that the oranges/tomatoes ripen.
    Η εποχή που ωριμάζουν τα πορτοκάλια/οι ντομάτες.
    ⮡  It’s the season for climbing./It’s climbing season.
    Είναι εποχή για ορειβασία.
    ⮡  the winter/summer season - η χειμερινή/καλοκαιρινή σεζόν
    ⮡  an end-of-season clearance sale - ξεπούλημα λόγω τέλους της σεζόν
    ⮡  These hotels only operate in the summer season.
    Αυτά τα ξενοδοχεία λειτουργούν μόνο κατά τη θερινή σεζόν.
  4. (ειδικά αμερικανική σημασία) ο κύκλος, σύνολο τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών προγραμμάτων που έχουν τους ίδιους χαρακτήρες ή ασχολούνται με το ίδιο θέμα
    ⮡  The second season of the series returns with more action scenes.
    Ο B' κύκλος της σειράς επιστρέφει με αυξημένες σκηνές δράσης.
     συνώνυμα:

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία