Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας bury in
γ΄ ενικό ενεστώτα buries in
αόριστος buried in
παθητική μετοχή buried in
ενεργητική μετοχή burying in

  Ετυμολογία επεξεργασία

bury in < → δείτε τις λέξεις bury και in

  Ρήμα επεξεργασία

bury in (en)

  • (+oneself) θάβομαι, πηγαίνω ή βρίσκομαι σε ένα μέρος όπου δεν θα συναντήσω πολλούς ανθρώπους
    He went and buried himself in the country.
    Πήγε και θάφτηκε (=απομονώθηκε) στην εξοχή.

  Πηγές επεξεργασία