ενεστώτας bury in
γ΄ ενικό ενεστώτα buries in
αόριστος buried in
παθητική μετοχή buried in
ενεργητική μετοχή burying in

  Ετυμολογία

επεξεργασία
bury in < → δείτε τις λέξεις bury και in

bury in (en)

  • (+oneself) θάβομαι, πηγαίνω ή βρίσκομαι σε ένα μέρος όπου δεν θα συναντήσω πολλούς ανθρώπους
    ⮡  He went and buried himself in the country.
    Πήγε και θάφτηκε (=απομονώθηκε) στην εξοχή.