bury in
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | bury in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | buries in |
αόριστος | buried in |
παθητική μετοχή | buried in |
ενεργητική μετοχή | burying in |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
bury in (en)
- (+oneself) θάβομαι, πηγαίνω ή βρίσκομαι σε ένα μέρος όπου δεν θα συναντήσω πολλούς ανθρώπους
- ↪ He went and buried himself in the country.
- Πήγε και θάφτηκε (=απομονώθηκε) στην εξοχή.
- ↪ He went and buried himself in the country.
Πηγές επεξεργασία
- bury oneself in - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 365. ISBN 9780194325684., λήμμα: θάβω