Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θάβομαι : παθητική φωνή του ρήματος θάβω < αρχαία ελληνική θάπτομαι

  Ρήμα επεξεργασία

θάβομαι , πρτ.: θαβόμουν, στ.μέλλ.: θα θαφτώ ή ταφώ, αόρ.: θάφτηκα ή τάφηκα, μτχ.π.π.: θαμμένος

  • → δείτε τη λέξη θάβω