ξεθάβω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεθάβω < ξε- + θάβω (ή < (ελληνιστική κοινή) ἐκθάπτω)
Ρήμα
επεξεργασίαξεθάβω (παθητική φωνή: ξεθάβομαι)
- σκάβω και βγάζω από το χώμα κάποιον/κάτι που ήταν θαμμένο(ς)
- συνηθίζεται μετά από τρία χρόνια να ξεθάβουν τους νεκρούς και να μεταφέρουν τα οστά τους στο οστεοφυλάκιο
- (μεταφορικά) φέρνω ξανά στην επιφάνεια κάτι ξεχασμένο
- πού πήγες και ξέθαψες αυτή την υπόθεση!
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ξεθαμμένος
- ξέθαμμα
- → δείτε τη λέξη θάβω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεθάβω | ξέθαβα | θα ξεθάβω | να ξεθάβω | ξεθάβοντας | |
β' ενικ. | ξεθάβεις | ξέθαβες | θα ξεθάβεις | να ξεθάβεις | ξέθαβε | |
γ' ενικ. | ξεθάβει | ξέθαβε | θα ξεθάβει | να ξεθάβει | ||
α' πληθ. | ξεθάβουμε | ξεθάβαμε | θα ξεθάβουμε | να ξεθάβουμε | ||
β' πληθ. | ξεθάβετε | ξεθάβατε | θα ξεθάβετε | να ξεθάβετε | ξεθάβετε | |
γ' πληθ. | ξεθάβουν(ε) | ξέθαβαν ξεθάβαν(ε) |
θα ξεθάβουν(ε) | να ξεθάβουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξέθαψα | θα ξεθάψω | να ξεθάψω | ξεθάψει | ||
β' ενικ. | ξέθαψες | θα ξεθάψεις | να ξεθάψεις | ξέθαψε | ||
γ' ενικ. | ξέθαψε | θα ξεθάψει | να ξεθάψει | |||
α' πληθ. | ξεθάψαμε | θα ξεθάψουμε | να ξεθάψουμε | |||
β' πληθ. | ξεθάψατε | θα ξεθάψετε | να ξεθάψετε | ξεθάψτε | ||
γ' πληθ. | ξέθαψαν ξεθάψαν(ε) |
θα ξεθάψουν(ε) | να ξεθάψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεθάψει | είχα ξεθάψει | θα έχω ξεθάψει | να έχω ξεθάψει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεθάψει | είχες ξεθάψει | θα έχεις ξεθάψει | να έχεις ξεθάψει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεθάψει | είχε ξεθάψει | θα έχει ξεθάψει | να έχει ξεθάψει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεθάψει | είχαμε ξεθάψει | θα έχουμε ξεθάψει | να έχουμε ξεθάψει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεθάψει | είχατε ξεθάψει | θα έχετε ξεθάψει | να έχετε ξεθάψει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεθάψει | είχαν ξεθάψει | θα έχουν ξεθάψει | να έχουν ξεθάψει |
|