θαμμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θαμμένος | η | θαμμένη | το | θαμμένο |
γενική | του | θαμμένου | της | θαμμένης | του | θαμμένου |
αιτιατική | τον | θαμμένο | τη | θαμμένη | το | θαμμένο |
κλητική | θαμμένε | θαμμένη | θαμμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θαμμένοι | οι | θαμμένες | τα | θαμμένα |
γενική | των | θαμμένων | των | θαμμένων | των | θαμμένων |
αιτιατική | τους | θαμμένους | τις | θαμμένες | τα | θαμμένα |
κλητική | θαμμένοι | θαμμένες | θαμμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θαμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θάβω
Μετοχή
επεξεργασίαθαμμένος, -η, -ο
- που έχει ταφεί
- που έχει καλυφθεί εξολοκλήρου ή κατά το μεγαλύτερο μέρος του από χώμα ή άλλο υλικό